-
1 λογό-τροπος
λογό-τροπος, ὁ, eine Schlußform in der Dialektik der Stoiker, nach D. L. 7, 77 τὸ ἐξ ἀμφοτέρων συνϑετόν, εἰ ζῇ Πλάτων, ἀναπνεῖ Πλάτων, ἀλλὰ μὴν τὸ πρῶτον, τὸ ἄρα δεύτερον.
-
2 λογό-φιλος
λογό-φιλος, wortliebend, geschwätzig, Zeno bei Stob. fl. 36, 26.
-
3 λογό-δειπνον
λογό-δειπνον, τό, Wortschmaus oder gclehrtes Mahl, Ath. u. A.
-
4 λογό-μῑμος
λογό-μῑμος, mit Worten nachahmend, in der Rede, durch die Stimme nachahmend, eine Art Possenreißer, Ath. I, 19 c.
-
5 λογο-πράτης
λογο-πράτης, ὁ, der Reden verkauft, für Geld Reden schreibt, Sp.
-
6 λογο-πράγία
λογο-πράγία, ἡ, = λογοποιΐα, Sp.
-
7 λογο-πρᾱγέω
λογο-πρᾱγέω, ein Gerede, Gerücht machen, verbreiten, wie λογοποιέω, Eust.
-
8 λογο-ποιός
λογο-ποιός, Worte, Reden machend; – a) im Ggstz des epischen Dichters, Geschichtswerke verfassend, von den ältesten Geschichtschreibern vor Herodot, wie λογογράφος, Her. 2, 143. 5, 36. 125, von Hekatäus; Isocr. 11, 37; Harpocr. crkl. ὁ ὑφ' ἡμῶν ἱστορικὸς λεγόμενος; Arr. 3, 30, 8 nennt auch den Herodot so. – b) der für Andere Reden verfertigt, die sie vor Gericht halten sollen, Plat. Euthyd. 289 e. – c) Fabeldichter, wie Aesop, Her. 2, 134. – Später gew. Einer, der Gerüchte erdichtet, lügnerisch Falsches verbreitet, auch Klätscher, Neuigkeitskrämer, Din. 1, 35 Dem. 24, 15 u. A. – d) übh. der prosaische Schriftsteller, wie gehol. Ar. Plut. 1144, οὐ μόνον παρὰ ποιηταῖς, ἀλλὰ καὶ λογοποιοῖς, u. sp. Gramm.
-
9 λογο-ποιική
λογο-ποιική, ἡ, τέχνη, die Kunst, Reden für Andere zu machen, Plat. Euthyd. 289 c.
-
10 λογο-ποιητική
λογο-ποιητική, ἡ, sc. τέχνη, die Kunst des λογοποιός, Phryn.?
-
11 λογο-ποιέω
λογο-ποιέω, Fabeln schreiben, erdichten, Gerede machen, bes. von politischen Neuigkeitsträgern, ἐνϑένδε ἄνδρες οὔτε ὄντα οὔτε ἂν γενόμενα λογοποιοῦσιν, Thuc. 6, 38; Andoc. 1, 54; τὰ δ' οὐκ ὄντα λογοποιεῖν ὡς ἔστιν ὑμῖν ἕτοιμα 3, 35; Lys. 16, 11. 22, 17; Dem. u. Sp.; κατά τινος, Pol. 28, 2, 4.
-
12 λογο-ποιΐα
λογο-ποιΐα, ἡ, Erzählung, bes. Erdichtung, Fabel, Sp.
-
13 λογο-πλάθος
λογο-πλάθος, = λογοποιός, Aesop, B. A. 50.
-
14 λογο-ποίημα
λογο-ποίημα, τό, das Erdichtete, die Fabel, Antiphan. bei Ath. VII, 224 c, von den Gorgonen; Poll. 2, 122.
-
15 λογο-πώλης
λογο-πώλης, ὁ, Redenhändler, wie das Vorige, Sp., Hesych.
-
16 λογο-συλ-λεκτάδης
λογο-συλ-λεκτάδης, ὁ, Eust. 1309, 2, der überall Worte zusammenlies't.
-
17 λογο-σκόπος
λογο-σκόπος, ὁ, Wortspion, der auf die Reden Anderer Acht giebt, Sp.
-
18 λογο-τέχνης
λογο-τέχνης, ὁ, Wort-, Redekünstler, Rhett. II p. 90, 6.
-
19 λογο-φίλης
λογο-φίλης, ὁ, Freund der Beredtsamkeit od. der Wissenschaften überhaupt, Philo.
-
20 λογο-ϊατρεία
λογο-ϊατρεία, ἡ, das Heilen mit Worten, mit der Rede, Philo.
См. также в других словарях:
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek